- καλαμπουρτζής
- ο, θηλ. καλαμπουρτζούβλ. καλαμπουριστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμπουριστής — και καλαμπουρτζής, ο, θηλ. καλαμπουρίστρια και καλαμπουρτζού [καλαμπουρίζω] αυτός που λέει ή κάνει καλαμπούρια, που συνηθίζει να κάνει λογοπαίγνια, όταν συζητά … Dictionary of Greek
καλαμπουριστής — καλαμπουριστής, ο και καλαμπουρτζής, ο θηλ. καλαμπουρίστρια και καλαμπουρτζού αυτός που λέει καλαμπούρια: Είχαμε κι έναν καλαμπουρτζή στην παρέα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)